πανναξιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πανναξιακός
- ο σχετικός με ολόκληρη την Νάξο, ή με όλα τα μέρη της Νάξου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πανναξιακός
|