πανναξιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανναξιακός η πανναξιακή το πανναξιακό
      γενική του πανναξιακού της πανναξιακής του πανναξιακού
    αιτιατική τον πανναξιακό την πανναξιακή το πανναξιακό
     κλητική πανναξιακέ πανναξιακή πανναξιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανναξιακοί οι πανναξιακές τα πανναξιακά
      γενική των πανναξιακών των πανναξιακών των πανναξιακών
    αιτιατική τους πανναξιακούς τις πανναξιακές τα πανναξιακά
     κλητική πανναξιακοί πανναξιακές πανναξιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πανναξιακός < παν- + ναξιακός

Επίθετο

[επεξεργασία]

πανναξιακός

  • ο σχετικός με ολόκληρη την Νάξο, ή με όλα τα μέρη της Νάξου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]