πανορθόδοξος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανορθόδοξος η πανορθόδοξη το πανορθόδοξο
      γενική του πανορθόδοξου της πανορθόδοξης του πανορθόδοξου
    αιτιατική τον πανορθόδοξο την πανορθόδοξη το πανορθόδοξο
     κλητική πανορθόδοξε πανορθόδοξη πανορθόδοξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανορθόδοξοι οι πανορθόδοξες τα πανορθόδοξα
      γενική των πανορθόδοξων των πανορθόδοξων των πανορθόδοξων
    αιτιατική τους πανορθόδοξους τις πανορθόδοξες τα πανορθόδοξα
     κλητική πανορθόδοξοι πανορθόδοξες πανορθόδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανορθόδοξος < παν- + ορθόδοξος

Επίθετο[επεξεργασία]

πανορθόδοξος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]