παραγγελιοληπτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραγγελιοληπτικός η παραγγελιοληπτική το παραγγελιοληπτικό
      γενική του παραγγελιοληπτικού της παραγγελιοληπτικής του παραγγελιοληπτικού
    αιτιατική τον παραγγελιοληπτικό την παραγγελιοληπτική το παραγγελιοληπτικό
     κλητική παραγγελιοληπτικέ παραγγελιοληπτική παραγγελιοληπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραγγελιοληπτικοί οι παραγγελιοληπτικές τα παραγγελιοληπτικά
      γενική των παραγγελιοληπτικών των παραγγελιοληπτικών των παραγγελιοληπτικών
    αιτιατική τους παραγγελιοληπτικούς τις παραγγελιοληπτικές τα παραγγελιοληπτικά
     κλητική παραγγελιοληπτικοί παραγγελιοληπτικές παραγγελιοληπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραγγελιοληπτικός < παραγγελιολήπτης + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

παραγγελιοληπτικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]