παραλληλογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραλληλογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parallélographe < αρχαία ελληνική παράλληλος + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραλληλογράφος αρσενικό
- όργανο που χρησιμοποιείται για να γράφουμε παράλληλες γραμμές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραλληλογράφος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)