παρατήρησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρατήρησῐς αἱ παρατηρήσεις
      γενική τῆς παρατηρήσεως τῶν παρατηρήσεων
      δοτική τῇ παρατηρήσει ταῖς παρατηρήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρατήρησῐν τὰς παρατηρήσεις
     κλητική ! παρατήρησῐ παρατηρήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρατηρήσει
γεν-δοτ τοῖν  παρατηρησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρατήρησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παρατηρέω / παρατηρῶ,τηρη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + τήρησις.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρατήρησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]