παρατραπεζικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρατραπεζικός < παρατράπεζα + -ικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρατραπεζικός θηλυκό
- που έχει σχέση με παρατράπεζα ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρατραπεζικός
|