παρενδυτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρενδυτικός < παρ- + ένδυ(ση) + -τικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική transvestite ή τη γαλλική travesti
Επίθετο
παρενδυτικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην παρενδυσία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παρενδυτικός
|