παροδίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παροδίτης < αρχαία ελληνική λέξη παροδίτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παροδίτης αρσενικό (θηλυκό: παροδίτις)
- αυτός που περνά (από δρόμο), ο περαστικός, ο διαβάτης, ο οδοιπόρος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παροδίτης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παροδίτης < από το ουσιαστικό πάροδος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παροδίτης
- ο παροδίτης (βλέπε νεοελληνική σημασία)