παροχέτευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παροχέτευση | οι | παροχετεύσεις |
γενική | της | παροχέτευσης* | των | παροχετεύσεων |
αιτιατική | την | παροχέτευση | τις | παροχετεύσεις |
κλητική | παροχέτευση | παροχετεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παροχετεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παροχέτευση < αρχαία ελληνική παροχέτευσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παροχέτευση θηλυκό
- η διοχέτευση μιας ροής σε άλλη κατεύθυνση
- (ιατρική) η αφαίρεση παθολογικού υγρού από περιοχές του σώματος στις οποίες κάτω από φυσιολογικές συνθήκες δεν υπάρχει
- ο σωλήνας που απομακρύνει το παθολογικό υγρό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις παροχετεύω, οχετός και έχω