πατενταρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πατενταρισμένος η πατενταρισμένη το πατενταρισμένο
      γενική του πατενταρισμένου της πατενταρισμένης του πατενταρισμένου
    αιτιατική τον πατενταρισμένο την πατενταρισμένη το πατενταρισμένο
     κλητική πατενταρισμένε πατενταρισμένη πατενταρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πατενταρισμένοι οι πατενταρισμένες τα πατενταρισμένα
      γενική των πατενταρισμένων των πατενταρισμένων των πατενταρισμένων
    αιτιατική τους πατενταρισμένους τις πατενταρισμένες τα πατενταρισμένα
     κλητική πατενταρισμένοι πατενταρισμένες πατενταρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατενταρισμένος, -ισμένη, -ισμένο < πατεντάρισμα ( < πατεντάρω ( < πατέντα + -άρω ) ) + -ισμένος, -ισμένη, -ισμένο
(όμως δεν χρησιμοποιείται το ψευδορρήμα "πατενταρίζω")

Μετοχή του ρήματος πατεντάρω[επεξεργασία]

  • κατοχυρωμένος νομικά

δημώδη συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]