παχύσκιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παχύσκιος η παχύσκια το παχύσκιο
      γενική του παχύσκιου της παχύσκιας του παχύσκιου
    αιτιατική τον παχύσκιο την παχύσκια το παχύσκιο
     κλητική παχύσκιε παχύσκια παχύσκιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παχύσκιοι οι παχύσκιες τα παχύσκια
      γενική των παχύσκιων των παχύσκιων των παχύσκιων
    αιτιατική τους παχύσκιους τις παχύσκιες τα παχύσκια
     κλητική παχύσκιοι παχύσκιες παχύσκια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παχύσκιος < παχύς + σκιά + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

παχύσκιος

Πηγές[επεξεργασία]

  • παχύσκιος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]