παχύ έντερο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παχύ έντερο | τα | παχέα έντερα |
| γενική | του | παχέος εντέρου | των | παχέων εντέρων |
| αιτιατική | το | παχύ έντερο | τα | παχέα έντερα |
| κλητική | παχύ έντερο | παχέα έντερα | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈçi ˈendeɾo/
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]παχύ έντερο ουδέτερο
- (ανατομία) το κατώτερο από τα δύο τμήματα του εντέρου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παχύ έντερο