παχύ έντερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
παχύ έντερο ουδέτερο
- (ανατομία) το κατώτερο από τα δύο τμήματα του εντέρου που καταλήγει στον πρωκτό και αποτελείται από το τυφλό, το κόλον και το ορθό. Μετατρέπει τα υποπροϊόντα της πέψης σε κόπρανα, ώστε να αποβληθούν με την αφόδευση
- πολύποδες του παχέος εντέρου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παχύ έντερο