πεμπταίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεμπταίος η πεμπταία το πεμπταίο
      γενική του πεμπταίου της πεμπταίας του πεμπταίου
    αιτιατική τον πεμπταίο την πεμπταία το πεμπταίο
     κλητική πεμπταίε πεμπταία πεμπταίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεμπταίοι οι πεμπταίες τα πεμπταία
      γενική των πεμπταίων των πεμπταίων των πεμπταίων
    αιτιατική τους πεμπταίους τις πεμπταίες τα πεμπταία
     κλητική πεμπταίοι πεμπταίες πεμπταία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεμπταίος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

πεμπταίος

  • Αγόρι που πάει πέμπτη τάξη.

πεμπταία

  • Κορίτσι που πάει πέμπτη τάξη.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]