πεντάξενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πεντάξενος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) που είναι εντελώς ξένος ή άγνωστος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεντάξενος
|