πεντάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεντάρι | τα | πεντάρια |
γενική | του | πενταριού | των | πενταριών |
αιτιατική | το | πεντάρι | τα | πεντάρια |
κλητική | πεντάρι | πεντάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεντάρι ουδέτερο
- το ψηφίο πέντε
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελείται από πέντε ομοειδή αντικείμενα
- διαμέρισμα με πέντε κύρια δωμάτια
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελεί τυποποιημένο μέγεθος 5
- το τραπουλόχαρτο με τον αριθμό 5
- βαθμός σε εξετάσεις
- (αθλητισμός) ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται λίμπερο στην σύνθεση