πενταδάχτυλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πενταδάχτυλος η πενταδάχτυλη το πενταδάχτυλο
      γενική του πενταδάχτυλου της πενταδάχτυλης του πενταδάχτυλου
    αιτιατική τον πενταδάχτυλο την πενταδάχτυλη το πενταδάχτυλο
     κλητική πενταδάχτυλε πενταδάχτυλη πενταδάχτυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πενταδάχτυλοι οι πενταδάχτυλες τα πενταδάχτυλα
      γενική των πενταδάχτυλων των πενταδάχτυλων των πενταδάχτυλων
    αιτιατική τους πενταδάχτυλους τις πενταδάχτυλες τα πενταδάχτυλα
     κλητική πενταδάχτυλοι πενταδάχτυλες πενταδάχτυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πενταδάχτυλος < αρχαία ελληνική < πέντε + δάκτυλον

Επίθετο[επεξεργασία]

πενταδάχτυλος, -η, -ο

και πενταδάκτυλος
  1. που έχει πέντε δάχτυλα
  2. που έχει μήκος πέντε δακτύλων