περικάρδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | περικάρδιον | τὰ | περικάρδιᾰ |
γενική | τοῦ | περικαρδίου | τῶν | περικαρδίων |
δοτική | τῷ | περικαρδίῳ | τοῖς | περικαρδίοις |
αιτιατική | τὸ | περικάρδιον | τὰ | περικάρδιᾰ |
κλητική ὦ! | περικάρδιον | περικάρδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περικαρδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | περικαρδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περικάρδιον ήδη στον 5ο αιώνα πκε στον Εμπεδοκλής (αἷμα γὰρ ἀνθρώποις περικάρδιόν ἐστι νόημα)[1] < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου περικάρδιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περικάρδιον, -ου ουδέτερο
Αναφορές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- περικάρδιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)