περιστολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιστολή < ελληνιστική κοινή περιστολή (ευπρέπεια)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιστολή θηλυκό
- ο περιορισμός του μεγέθους ή της έντασης ενός πράγματος
- περιστολή δημοσίων δαπανών, περιστολή των ελευθεριών
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιστολή
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιστολή < περιστέλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιστολή θηλυκό
- το ντύσιμο, η περιβολή
- η διακόσμηση, ο στολισμός
- (ειδικότερα) η διακόσμηση για κηδεία, το νεκροστόλισμα