πετροπόλεμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πετροπόλεμος αρσενικό
- «πόλεμος» / συμπλοκή μεταξύ δύο ομάδων (παιδιών) που ρίχνουν πέτρες η μία στην άλλη (ενίοτε ως παιχνίδι)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετροπόλεμος
|