πιστρόφι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιστρόφι | τα | πιστρόφια |
γενική | του | πιστροφιού | των | πιστροφιών |
αιτιατική | το | πιστρόφι | τα | πιστρόφια |
κλητική | πιστρόφι | πιστρόφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιστρόφι ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό: πιστρόφια)
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) η επίσημη συνεστίαση καλεσμένων σε γάμο την επόμενη Κυριακή από την τέλεση του μυστηρίου
- (παρωχημένο, σπάνιο, λογοτεχνικό) άλλη μορφή του επιστροφή
- (παρωχημένο, ναυτικός όρος) το τουρέλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πιστρόφι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)