πιστρόφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιστρόφι τα πιστρόφια
      γενική του πιστροφιού των πιστροφιών
    αιτιατική το πιστρόφι τα πιστρόφια
     κλητική πιστρόφι πιστρόφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιστρόφι < επιστρέφω +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιστρόφι ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό: πιστρόφια)

  1. (παρωχημένο, ιδιωματικό) η επίσημη συνεστίαση καλεσμένων σε γάμο την επόμενη Κυριακή από την τέλεση του μυστηρίου
     συνώνυμα: αντίγαμος, αντίχαρα, γυρίσματα
  2. (παρωχημένο, σπάνιο, λογοτεχνικό) άλλη μορφή του επιστροφή
  3. (παρωχημένο, ναυτικός όρος) το τουρέλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]