πιτσιρικάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιτσιρικάκι τα πιτσιρικάκια
      γενική
    αιτιατική το πιτσιρικάκι τα πιτσιρικάκια
     κλητική πιτσιρικάκι πιτσιρικάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιτσιρικάκι < πιτσιρίκ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.t͡si.ɾiˈka.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐τσι‐ρι‐κά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιτσιρικάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]