πιτσουνάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιτσουνάκι τα πιτσουνάκια
      γενική
    αιτιατική το πιτσουνάκι τα πιτσουνάκια
     κλητική πιτσουνάκι πιτσουνάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιτσουνάκι < πιτσούν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιτσουνάκι ουδέτερο

  1. το μικρό, νεαρό περιστεράκι
  2. (προσφώνηση) (τρυφερό) η προσφώνηση μεταξύ ερωτευμένων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]