πιτσουνάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιτσουνάκι | τα | πιτσουνάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πιτσουνάκι | τα | πιτσουνάκια |
κλητική | πιτσουνάκι | πιτσουνάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιτσουνάκι < πιτσούν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιτσουνάκι ουδέτερο
- το μικρό, νεαρό περιστεράκι
- (προσφώνηση) (τρυφερό) η προσφώνηση μεταξύ ερωτευμένων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πιτσουνάκι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)