Μετάβαση στο περιεχόμενο

πλουτισμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλουτισμός οι πλουτισμοί
      γενική του πλουτισμού των πλουτισμών
    αιτιατική τον πλουτισμό τους πλουτισμούς
     κλητική πλουτισμέ πλουτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλουτισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλουτισμός αρσενικό

  1. η απόκτηση πλούτου
  2. η διεύρυνση μιας αξίας χάρη στην προσθήκη νέων στοιχείων

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 δείτε τη λέξη  πλούτος

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]