ποίμνιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ποίμνιον τὰ ποίμνι
      γενική τοῦ ποιμνίου τῶν ποιμνίων
      δοτική τῷ ποιμνί τοῖς ποιμνίοις
    αιτιατική τὸ ποίμνιον τὰ ποίμνι
     κλητική ! ποίμνιον ποίμνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποιμνίω
γεν-δοτ τοῖν  ποιμνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποίμνιον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποίμνιον, -ου ουδέτερο

  1. συνώνυμο του ποίμνη: το ποίμνιο (όπως προβάτων)
  2. (ελληνιστική σημασία) το ποίμνιο (οι πιστοί), ένθερμοι οπαδοί

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]