ποδοθεραπευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποδοθεραπευτής < πόδ(ι) + -ο- + θεραπευτής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /po.ðo.θe.ɾa.peˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐δο‐θε‐ρα‐πευ‐τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποδοθεραπευτής αρσενικό
- (ιατρική, νεολογισμός, επάγγελμα) ιατρός που ειδικεύεται σε θεραπείες των ποδιών
- ※ Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί στην χώρα μας είναι «ότι σε κανένα από αυτά τα ιατρεία δεν υπάρχει επίσημα ποδολόγος – ποδοθεραπευτής, ούτε ορθωτιστής, επειδή το επάγγελμα αυτό δεν έχει αναγνωριστεί στην Ελλάδα και άρα δεν προβλέπονται θέσεις στο ΕΣΥ. (Ρούλα Τσουλέα, Η φροντίδα του διαβητικού ποδιού είναι το «Α» και το «Ω», Τα Νέα, 14 Απριλίου 2010)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποδοθεραπευτής
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)