ποθοπλάνταγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποθοπλάνταγμα τα ποθοπλαντάγματα
      γενική του ποθοπλαντάγματος των ποθοπλανταγμάτων
    αιτιατική το ποθοπλάνταγμα τα ποθοπλαντάγματα
     κλητική ποθοπλάνταγμα ποθοπλαντάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποθοπλάνταγμα < ποθοπλαντάζω, θέμα ποθοπλαντακ- + -μα με αφομοίωση [km] > [ɣm][1] Μορφολογικά αναλύεται σε πόθ(ος) + -ο- + πλάνταγμα < πλαντάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.θoˈpla/ & /daɣma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐θο‐πλά‐νταγ‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποθοπλάνταγμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]