ποθοπλάνταγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποθοπλάνταγμα < ποθοπλαντάζω, θέμα ποθοπλαντακ- + -μα με αφομοίωση [km] > [ɣm][1] Μορφολογικά αναλύεται σε πόθ(ος) + -ο- + πλάνταγμα < πλαντάζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /po.θoˈpla/ & /daɣma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐θο‐πλά‐νταγ‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποθοπλάνταγμα ουδέτερο
- ο έντονος ερωτικός πόθος
- άλλες μορφές: ποθοπλάντασμα, ποθοπλανταγμός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποθοπλάνταγμα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ s.v. πλάνταγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- ποθοπλαντ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)