ποθοπλάνταχτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποθοπλάνταχτος η ποθοπλάνταχτη το ποθοπλάνταχτο
      γενική του ποθοπλάνταχτου της ποθοπλάνταχτης του ποθοπλάνταχτου
    αιτιατική τον ποθοπλάνταχτο την ποθοπλάνταχτη το ποθοπλάνταχτο
     κλητική ποθοπλάνταχτε ποθοπλάνταχτη ποθοπλάνταχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποθοπλάνταχτοι οι ποθοπλάνταχτες τα ποθοπλάνταχτα
      γενική των ποθοπλάνταχτων των ποθοπλάνταχτων των ποθοπλάνταχτων
    αιτιατική τους ποθοπλάνταχτους τις ποθοπλάνταχτες τα ποθοπλάνταχτα
     κλητική ποθοπλάνταχτοι ποθοπλάνταχτες ποθοπλάνταχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποθοπλάνταχτος < πόθος + πλαντάζω

Επίθετο[επεξεργασία]

ποθοπλάνταχτος, -η, -ο

  • αυτός που πλαντάζει από τον πόθο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]