πολιτικοδιοικητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολιτικοδιοικητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πολιτικοδιοικητικός
- που έχει ταυτόχρονα και διοικητικό ρόλο (δηλαδή ρόλο διαχειριστού των υποθέσεων ευθύνης) και πολιτικό ρόλο (δηλαδή πολιτική ευθύνη η οποία θεσμοθετείται με την αιρεσιμότητα στο αξίωμα με διενέργεια εκλογών)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολιτικοδιοικητικός
|