πολυμάθεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυμάθεια οι πολυμάθειες
      γενική της πολυμάθειας των πολυμαθειών
    αιτιατική την πολυμάθεια τις πολυμάθειες
     κλητική πολυμάθεια πολυμάθειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολυμάθεια < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολυμάθεια θηλυκό

  • το να έχει κανείς πολλές γνώσεις σε διάφορα θέματα


Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]