πολυουρεθανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυουρεθανικός < πολυουρεθάνη + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυουρεθανικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την πολυουρεθάνη ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυουρεθανικός
|