πολυτροπικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυτροπικότητα < πολυτροπικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multimodality[1])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυτροπικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η χρήση πολλών τρόπων και μέσων (κείμενο, εικόνα, ήχος, βίντεο κ.λπ.) στη μετάδοση ενός μηνύματος, την παρουσίαση μιας ιδέας κ.ά.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Multimodality στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυτροπικότητα
- ↑ πολυτροπικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)