πολυχρηματία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυχρηματία < αρχαία ελληνική πολυχρηματία < πολύς + χρῆμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυχρηματία θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) τα πολλά χρήματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυχρηματία
|