πολυχρηματίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πολυχρηματίας | οι | πολυχρηματίες |
γενική | του/της | πολυχρηματία | των | πολυχρηματιών |
αιτιατική | τον/την | πολυχρηματία | τους/τις | πολυχρηματίες |
κλητική | πολυχρηματία | πολυχρηματίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυχρηματίας < ελληνιστική κοινή πολυχρηματίας < αρχαία ελληνική πολυχρηματία < πολύς + χρῆμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυχρηματίας αρσενικό ή θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) που έχει πολλά χρήματα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πάμπλουτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυχρηματίας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ταμίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)