πολυχρωμισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυχρωμισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polychromism < αρχαία ελληνική πολύς + χρῶμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυχρωμισμός αρσενικό
- άλλη μορφή του πολυχρωμία
- η ικανότητα σχηματισμού χρωστικών ποικίλων χρωμάτων από διάφορα μικρόβια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυχρωμισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)