πρέκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρέκι τα πρέκια
      γενική του πρεκιού των πρεκιών
    αιτιατική το πρέκι τα πρέκια
     κλητική πρέκι πρέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρέκι < άγνωστης ετυμολογίας [1]
Εκδοχές: • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   [2][3]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpɾe.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρέ‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρέκι ουδέτερο

  • οριζόντιο δοκάρι που τοποθετείται σε άνοιγμα για να στηρίξει οτιδήποτε βρίσκεται πιο πάνω, όπως:
    • τον τοίχο, πάνω από πόρτα ή παράθυρο
    • την οροφή, πάνω από δωμάτιο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. πρέκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. πρέκιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)