πρανές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρανές τα πρανή
      γενική του πρανούς των πρανών
    αιτιατική το πρανές τα πρανή
     κλητική πρανές πρανή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρανές < ουδέτερο του πρανής < αρχαία ελληνική πρανής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρανές ουδέτερο

  1. πλαγιά
     συνώνυμα:: κατωφέρεια
  2. επικλινής επιφάνεια, που έχει προκύψει φυσικά, είτε τεχνητά, (χρησιμοποιείται συχνά στον πληθυντικό «πρανή»)
    ※  Πρανή σε αποσαθρωμένα πετρώματα με πυκνό κατατμητικό σύστημα (εκτός των αργιλικών σχιστόλιθων και περιπτώσεων ομόρροπης προς το πρανές βύθισης κατατμήσεων, απαιτούν γωνία κλίσης κατασκευής μεταξύ 1H:2V to 1H:1V (63 to 45o) ή χρειάζονται αντιστήριξη. (Κατολισθήσεις & ευστάθεια τεχνητών πρανών, Κεφάλαιο 6, Σημειώσεις ΑΠΘ, [1])
  3. υπώρεια
     συνώνυμα:: πρόποδες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]