πρασινοδύμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρασινοδύμιο | τα | πρασινοδύμια |
γενική | του | πρασινοδυμίου & πρασινοδύμιου |
των | πρασινοδυμίων |
αιτιατική | το | πρασινοδύμιο | τα | πρασινοδύμια |
κλητική | πρασινοδύμιο | πρασινοδύμια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρασινοδύμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική praseodymium < αρχαία ελληνική πράσιος (πράσινος) + δίδυμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρασινοδύμιο ουδέτερο στον ενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρασινοδύμιο
→ δείτε τη λέξη πρασεοδύμιο |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)