πρασινοσκούφης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρασινοσκούφης < πράσιν(ος) + -ο- + σκούφ(ος) + -ης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρασινοσκούφης αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρασινοσκούφης
|