πριγκίπισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾiŋˈɟi.pi.sa/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πριγκίπισσα θηλυκό