προΐστιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προΐστιο τα προΐστια
      γενική του προϊστίου
προΐστιου
των προϊστίων
    αιτιατική το προΐστιο τα προΐστια
     κλητική προΐστιο προΐστια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προΐστιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προΐστιον. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + ιστίο.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾoˈi.sti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐ΐ‐στι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προΐστιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]