προαδαμιαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
προαδαμιαίος, -α, -ο
- (μεταφορικό) τόσο παλιός που υπήρχε ακόμη και πριν τον Αδάμ (τον πρώτο άνθρωπο κατά την Αγία Γραφή)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προαδαμιαίος
|