προαδαμιαίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προαδαμιαίος η προαδαμιαία το προαδαμιαίο
      γενική του προαδαμιαίου της προαδαμιαίας του προαδαμιαίου
    αιτιατική τον προαδαμιαίο την προαδαμιαία το προαδαμιαίο
     κλητική προαδαμιαίε προαδαμιαία προαδαμιαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προαδαμιαίοι οι προαδαμιαίες τα προαδαμιαία
      γενική των προαδαμιαίων των προαδαμιαίων των προαδαμιαίων
    αιτιατική τους προαδαμιαίους τις προαδαμιαίες τα προαδαμιαία
     κλητική προαδαμιαίοι προαδαμιαίες προαδαμιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προαδαμιαίος < προ- + αδαμιαίος < Αδάμ

Επίθετο[επεξεργασία]

προαδαμιαίος, -α, -ο

  • (μεταφορικό) τόσο παλιός που υπήρχε ακόμη και πριν τον Αδάμ (τον πρώτο άνθρωπο κατά την Αγία Γραφή)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]