προβληματικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προβληματικότητα οι προβληματικότητες
      γενική της προβληματικότητας των προβληματικοτήτων
    αιτιατική την προβληματικότητα τις προβληματικότητες
     κλητική προβληματικότητα προβληματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προβληματικότητα (μαρτυρείται από το 1864)[1]< προβληματικ(ός) + -ότητα (λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική problématisation)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προβληματικότητα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 840, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου