προβοσκιδοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προβοσκιδοφόρος < προβοσκίδ(α) + -φόρος
Επίθετο[επεξεργασία]
προβοσκιδοφόρος, -ος/-α, -ο
- που φέρει προβοσκίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προβοσκιδοφόρος
|