προολκεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προολκεύς οἱ προολκεῖς
      γενική τοῦ προολκέως τῶν προολκέων
      δοτική τῷ προολκεῖ τοῖς προολκεῦσι(ν)
    αιτιατική τὸν προολκέα τοὺς προολκέας
     κλητική ! προολκεῦ προολκεῖς
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προολκεύς αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]