προολκεύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | προολκεύς | οἱ | προολκεῖς | ||||
γενική | τοῦ | προολκέως | τῶν | προολκέων | ||||
δοτική | τῷ | προολκεῖ | τοῖς | προολκεῦσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | προολκέα | τοὺς | προολκέας | ||||
κλητική ὦ! | προολκεῦ | προολκεῖς | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προολκεύς αρσενικό
- (καθαρεύουσα) άλλη μορφή του προολκέας
- ※ Άροτρον μετά προολκέως (Βίκτωρ Δούσμανης, Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια: Γ-Δεκέλεια, 1929. σελ. 307)
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .