προπορευμόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προπορευμόμενος η προπορευμόμενη το προπορευμόμενο
      γενική του προπορευμόμενου της προπορευμόμενης του προπορευμόμενου
    αιτιατική τον προπορευμόμενο την προπορευμόμενη το προπορευμόμενο
     κλητική προπορευμόμενε προπορευμόμενη προπορευμόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προπορευμόμενοι οι προπορευμόμενες τα προπορευμόμενα
      γενική των προπορευμόμενων των προπορευμόμενων των προπορευμόμενων
    αιτιατική τους προπορευμόμενους τις προπορευμόμενες τα προπορευμόμενα
     κλητική προπορευμόμενοι προπορευμόμενες προπορευμόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προπορευμόμενος < προπορεύομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

προπορευμόμενος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]