προσυνταξιοδοτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσυνταξιοδοτικός η προσυνταξιοδοτική το προσυνταξιοδοτικό
      γενική του προσυνταξιοδοτικού της προσυνταξιοδοτικής του προσυνταξιοδοτικού
    αιτιατική τον προσυνταξιοδοτικό την προσυνταξιοδοτική το προσυνταξιοδοτικό
     κλητική προσυνταξιοδοτικέ προσυνταξιοδοτική προσυνταξιοδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσυνταξιοδοτικοί οι προσυνταξιοδοτικές τα προσυνταξιοδοτικά
      γενική των προσυνταξιοδοτικών των προσυνταξιοδοτικών των προσυνταξιοδοτικών
    αιτιατική τους προσυνταξιοδοτικούς τις προσυνταξιοδοτικές τα προσυνταξιοδοτικά
     κλητική προσυνταξιοδοτικοί προσυνταξιοδοτικές προσυνταξιοδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσυνταξιοδοτικός < προσύνταξη

Επίθετο[επεξεργασία]

προσυνταξιοδοτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]