πρόσραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόσραμμα < ελληνιστική κοινή πρόσραμμα < προσράπτω < αρχαία ελληνική πρός + ῥάπτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόσραμμα ουδέτερο
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσράπτω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρόσραμμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)