πτίσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
πτῐσῐ- πτῐσε- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | πτίσῐς | αἱ | πτίσεις | ||||
γενική | τῆς | πτίσεως | τῶν | πτίσεων | ||||
δοτική | τῇ | πτίσει | ταῖς | πτίσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πτίσῐν | τὰς | πτίσεις | ||||
κλητική ὦ! | πτίσῐ | πτίσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πτίσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πτισέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πτίσις < αρχαία ελληνική grc + -ις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτίσις, -εως [ ῐ ], θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) το ξεφλούδισμα των σπόρων κριθαριού, σιτηρών
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη πτίσσω
Πηγές
[επεξεργασία]- πτίσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πόλις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πόλις' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πόλις' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πόλις' παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ις (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)