πτωχεύσαντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πτωχεύσας & πτωχεύσαντας |
η | πτωχεύσασα | το | πτωχεύσαν |
γενική | του | πτωχεύσαντος & πτωχεύσαντα |
της | πτωχεύσασας & πτωχευσάσης* |
του | πτωχεύσαντος |
αιτιατική | τον | πτωχεύσαντα | την | πτωχεύσασα | το | πτωχεύσαν |
κλητική | πτωχεύσας & πτωχεύσαντα |
πτωχεύσασα | πτωχεύσαν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πτωχεύσαντες | οι | πτωχεύσασες | τα | πτωχεύσαντα |
γενική | των | πτωχευσάντων | των | πτωχευσασών | των | πτωχευσάντων |
αιτιατική | τους | πτωχεύσαντες | τις | πτωχεύσασες | τα | πτωχεύσαντα |
κλητική | πτωχεύσαντες | πτωχεύσασες | πτωχεύσαντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «λήξαντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
[επεξεργασία]πτωχεύσαντας, -ασα, -αν
- μορφή του πτωχεύσας με νεότερες καταλήξεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πτωχεύσαντας
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]πτωχεύσᾰντᾰς
- (αρσενικό) αιτιατική πληθυντικού του πτωχεύσας