πυλαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πυλαίος | η | πυλαία | το | πυλαίο |
γενική | του | πυλαίου | της | πυλαίας | του | πυλαίου |
αιτιατική | τον | πυλαίο | την | πυλαία | το | πυλαίο |
κλητική | πυλαίε | πυλαία | πυλαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πυλαίοι | οι | πυλαίες | τα | πυλαία |
γενική | των | πυλαίων | των | πυλαίων | των | πυλαίων |
αιτιατική | τους | πυλαίους | τις | πυλαίες | τα | πυλαία |
κλητική | πυλαίοι | πυλαίες | πυλαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυλαίος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πυλαίος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυλαίος
|